σκαλιστής

σκαλιστής
ο
1. αυτός που σκαλίζει φυτά.
2. χαράκτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκαλιστής — ο, Ν [σκαλίζω] 1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών 2. γλύπτης, χαράκτης …   Dictionary of Greek

  • τορευτής — ο σμιλευτής, σκαλιστής, λεπτουργός: Ο γλύπτης είναι τορευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”